διυλισμένα

διυλισμένα
διῡλισμένα , διά-ὑλίζω
filter
perf part mp neut nom/voc/acc pl
διῡλισμένᾱ , διά-ὑλίζω
filter
perf part mp fem nom/voc/acc dual
διῡλισμένᾱ , διά-ὑλίζω
filter
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενδοτοξίνες — Δομικά συστατικά των βακτηριακών κυττάρων, που ελευθερώνονται μετά τον θάνατο και την αποδιοργάνωσή τους. Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να βρεθούν και σε διυλισμένα υγρά καλλιεργειών (διηθήματα). Στον οργανισμό, η απελευθέρωση των ε. γίνεται όταν… …   Dictionary of Greek

  • καύσιμο — Υλικό που χρησιμοποιείται στους κινητήρες έκρηξης και στους κινητήρες ντίζελ. Τα κ. έχουν διαφορετικές ιδιότητες, ανάλογα με τον τύπο του κινητήρα για τον οποίο προορίζονται. Για τους κινητήρες έκρηξης έχει υιοθετηθεί ως υγρό κ. η βενζίνη. Τα κ.… …   Dictionary of Greek

  • Πολίτης, Κοσμάς — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα Πάρη Ταβελούδη, Αθήνα 1893 – 1974). Σε ηλικία δύο ετών πήγε στη Σμύρνη, όπου έζησε ως τη Μικρασιατική καταστροφή. Αργότερα, ως τραπεζικός υπάλληλος, γνώρισε τη ζωή της ελληνικής επαρχίας. Την πρώτη επίσημη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”